ξεσκάλωμα

ξεσκάλωμα
το [ξεσκαλώνω]
1. απελευθέρωση πράγματος που είναι σκαλωμένο ή που έχει μπλεχτεί με ένα άλλο
2. το ξέμπλεγμα, το ξεμπέρδεμα από μία δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσκάλωμα — το, ατος απαλλαγή, απελευθέρωση πράγματος που σκάλωσε: Είναι δύσκολο το ξεσκάλωμα του χαρταετού από το δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”